- ανέγνοιαστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν έχει έγνοιες, φροντίδες, ξέγνοιαστος: Σκεφτόταν πως στο χωριό του ζούσε πιο ανέγνοιαστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανέγνοιαστος — και ανέννοιαστος, η, ο (Μ και ἀνέννοιαστος, η, ον) 1. ξέγνοιαστος, αμέριμνος 2. αμελημένος, αφημένος στην τύχη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανέννοιαστος < αν στερ. + εννοιάζομαι. Ο τ. ανέγνοιαστος με επίδρ. του τ. έγνοια του ουσ. έννοια έγνοια] … Dictionary of Greek
ανέννοιαστος — ἀνέννοιαστος, ον (Μ) βλ. ανέγνοιαστος … Dictionary of Greek